- καλααζάρ
- ή κάλα-αζάρ, τοιατρ. επιδημικό νόσημα που προκαλείται από το παρασιτικό πρωτόζωο Leishmania donavani.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kala azar (λ. στην ινδική γλώσσα Χίντι) < kala «μαύρος» + azar «νόσος, επιδημία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… … Dictionary of Greek